Το λογοτεχνικό τέταρτο (1962)
"Το λογοτεχνικό τέταρτο" είναι ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 1962. Υπέροχες σελίδες για τη ζωή, τον άνθρωπο και την τέχνη, από εκπομπές του συγγραφέα που είχαν αφήσει εποχή. Το συγκεκριμένο βιβλίο, ουσιαστικά, αποτελεί μια επιλογή των καλύτερων εκπομπών που έκανε ο Στράτης Μυριβήλης στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών. Από αυτή την εκπομπή ο μεγάλος λογοτέχνης παρουσίαζε θέματα Λόγου και Τέχνης με μοναδική δύναμη και γλαφυρότητα. Οι εκπομπές αυτές είχαν κάνει μεγάλη αίσθηση στην εποχή τους, έχοντας άμεση απήχηση σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, και κάθε εβδομάδα ο Ραδιοφωνικός Σταθμός κατακλυζόταν από εκατοντάδες γράμματα ακροατών.
Στο κείμενό του «Η εθνική μουσική», αναφέρει μεταξύ άλλων για αυτούς που επιδιώκουν τη διάβρωση της Ελληνικής μας ενότητας:
Οἱ πανικόβλητοι τοῦ μοντερνισμοῦ εἶναι συνήθως ἡμιμαθεῖς ἀστοί, ἢ κενόδοξοι νεόπλουτοι, ἢ ἀμόρφωτοι ἱστορικὰ ρωμιοί, ποὺ ταξίδεψαν κάπου στὴν Εὐρώπη, καὶ εἶδαν κόσμο, καὶ γύρισαν κεχηναῖοι ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ κατάπληξη. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ὑπάρχουν καὶ μισομορφωμένοι ἀπὸ ἑλληνικὴ παιδεία διανοούμενοι, ἢ ἀποτυχεμένοι φιλόδοξοι, ποὺ εἶναι ἕτοιμοι νὰ ἁρπάξουν κάθε σημαία νεωτεριστικοῦ κινήματος, ποὺ θὰ τοὺς βγάλει ἀπὸ τὴν ἀφάνεια τῆς ἀσημαντότητάς τους καὶ θὰ τοὺς θέσει ἐπὶ κεφαλῆς συλλαλητηρίων. Εἶναι ἕνα αἴσθημα μειονεκτικότητας ποὺ τοὺς σπρώχνει σ’ αὐτὰ τὰ δημοκοπικὰ κινήματα, καὶ τοὺς ἀνεβάζει γιὰ μιὰ στιγμὴ στὴν ἐπιφάνεια, ὅπως οἱ μεγάλες τρικυμίες ποὺ ἀναταράζουν τοὺς γιαλοὺς καὶ ἀνεβάζουν, καὶ κάμουν νὰ ἐπιπλέουν γιὰ λίγες ὧρες στὴν ἐπιφάνεια τῶν θολωμένων νερῶν, τὶς πεπονόφλουδες καὶ τὶς στημένες λεμονόκουπες ποὺ ἀναπαύονταν στὴ λάσπη τοῦ βυθοῦ. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ τὰ παρδαλὰ κοπάδια τῶν ἀμόρφωτων, τῶν ἀποτυχεμένων, τῶν πικραμένων τῆς ζωῆς, στρατολογοῦν συνήθως οἱ προπαγαντιστὲς τοὺς θορυβώδεις καὶ ἐπικίνδυνους καταστροφεῖς, καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν ἀρλούμπικων καλλιτεχνικῶν σχολῶν, τοὺς δίχως ταλέντο ζωγράφους, μουσικούς, λογοτέχνες καὶ λοιποὺς δημοκόπους ἢ ἐπιτήδειους σαλταδόρους τῆς φήμης.
Άλλα Αποσπάσματα
Τι να είναι ο έρωτας;
Τί είναι ο έρωτας; Πείτε μας έναν ορισμό για τον έρωτα.
Η βραδιά ήταν γλυκειά, καλοκαιρινή. Στη φιλόξενη φιλική βεράντα μιας χαριτωμένης Αθηναίας με περιτριγύρισαν και απαιτούσαν να τους μιλήσω για τον έρωτα, περίμεναν να τους απαντήσω, λέει. Αλλά τους έχω ήδη απαντήσει στα βιβλία μου που έγραψα και τους απαντώ με κείνα που γράφω. Και το ζήτημα είναι τόσο μεγάλο, που θα τελειώσει η ζωή μου χωρίς να προλάβω να δώσω την απάντησή μου ως το τέλος, όπως έγινε με όλους τους άνδρες που γράψανε για τον έρωτα σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου, μέσα σ’ όλους τους αιώνες.
Γιά, να δούμε λοιπόν σαν τι είναι αγάπη;
Εγώ λέω, νά ‘ναι ένα λεπτό αγεράκι τ’ ουρανού, φυσημένο ως τη γη από τον ανθόκηπο του κλεισμένου παραδείσου. Μοσχοβολά από τα ρόδα του Θεού και κάνει τις καρδιές των ανθρώπων ν’ ανθίζουνε σαν τα λουλούδια, και να θυμούνται την κλειστή Εδέμ.
Και λέω πάλι, νά ‘ναι ένας κεραυνός, μια γαλάζια γλώσσα φωτιάς, που σκίζει το στερέωμα, γλείφει βιαστικά το σκοτάδι και περνά μπρος από τα μάτια ενός βρέφους. Το παιδί που δεν ξαίρει, κοιτάζει με τα αθώα ματάκια του αυτό το καταπληκτικό άνθος της φωτιάς, που άνοιξε τα πέταλά του και πάλι βούλιαξε μέσα στο σκοτεινό ανθογιάλι του χάους. Και χαμογελά ευτυχισμένο προς το αστροπελέκι που πέρασε πλάϊ του. Ένα χέρι απλώνει μέσα στο σκοτάδι πάνω στο χέρι σου. Ένα χέρι μικρό, ντροπαλό και χαδιάρικο. Ακουμπάει πάνω στο καρπό του χεριού σου, εκεί σταματά όπως ένα πουλί που κουρνιάζει. Νιώθεις ένα ελαφρότατο τίκ-τίκ στην επιδερμίδα σου, σαν ένα μικροσκοπικό ρολογάκι που αρχίζει να μετρά τις ώρες της ευτυχίας. Είναι κάποια μικρή αρτηρία κάτω από τη σάρκα, που χτυπά τον ρυθμό μιας καρδιάς. Ένας σφιγμός. Όμως δεν ξέρεις πια, από ποιο χέρι είναι. Ούτε από ποια καρδιά. Αυτό είναι αγάπη. Μια νύχτα χλιαρή, ένα δάσος που σουσουρίζει και αναστενάζει. Τα τριζόνια φωνάζουν αόρατα, τα κρυμμένα έντομα τρίβουν νωθρά τα έλυτρά των. Μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, γεμάτη άστρα. Σε κάθε φύλλο, σε κάθε πευκοβέλονο κρεμάστηκε και κουνιέται ένα αστράκι. Είναι ένα πελώριο ελάτι που φορτώθηκε από αστέρια σαν να άνθισε. Τόσο που μοιάζει με Χριστουγεννιάτικο δένδρο. Η αγάπη περπατά κάτω από τις φυλλωσιές, περπατά και παραμιλά. Η νύχτα μιλά με όλες τις σιγανές φωνές της, η νύχτα κοιτάζει με όλα τα μάτια της. Τότε ένα μικρό πρόσωπο γέρνει και σε κοιτάζει από πολύ κοντά. Τόσο κοντά που σ’ αγγίζουν τα μαλλιά του και η πνοή του. Δυο μάτια χαμογελούν, μια σειρά δοντάκια φέγγουν μέσα στη νύχτα. Γύρω λοιπόν απ’ αυτό το κεφάλι γυρνάει ο ουρανός με όλα τα αστέρια του και με όλη τη δόξα του. Αυτό είναι αγάπη. Απλώνεις τα χέρια σου ν’ αγκαλιάσεις αυτό το προσωπάκι, αυτό το κεφάλι και αγκαλιάζεις όλη τη γαλάζια νύχτα, όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού κι όλα τα δέντρα του δάσους. Φιλάς δυο μάτια, και νιώθεις τα πλατιά τους ματόκλαδα να πεταρίζουν πάνω στα χείλη σου σαν δυο αιχμαλωτισμένες νυχτοπεταλούδες. Και φιλάς κατάστομα τον Αποσπερίτη το πιο γλυκό απ’ όλα τ’ αστέρια και τα νυχτολούλουδα τους καλοκαιριού. Και αυτό ακόμα είναι αγάπη.[…]
Η εθνική μουσική
Ένας άνθρωπος, ένας λαός, ένα έθνος, δεν εξαφανίζεται μονάχα με τη φωτιά και με το σίδερο. Δεν εξαφανίζεται μονάχα με το χάσιμο της ζωής του. Εξαφανίζεται πιο ριζικά, πιο τελειωτικά σαν χάσει την ψυχή του. Την ατομική και την ομαδική ψυχή του.
Οἱ πανικόβλητοι τοῦ μοντερνισμοῦ εἶναι συνήθως ἡμιμαθεῖς ἀστοί, ἢ κενόδοξοι νεόπλουτοι, ἢ ἀμόρφωτοι ἱστορικὰ ρωμιοί, ποὺ ταξίδεψαν κάπου στὴν Εὐρώπη, καὶ εἶδαν κόσμο, καὶ γύρισαν κεχηναῖοι ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ κατάπληξη. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ὑπάρχουν καὶ μισομορφωμένοι ἀπὸ ἑλληνικὴ παιδεία διανοούμενοι, ἢ ἀποτυχεμένοι φιλόδοξοι, ποὺ εἶναι ἕτοιμοι νὰ ἁρπάξουν κάθε σημαία νεωτεριστικοῦ κινήματος, ποὺ θὰ τοὺς βγάλει ἀπὸ τὴν ἀφάνεια τῆς ἀσημαντότητάς τους καὶ θὰ τοὺς θέσει ἐπὶ κεφαλῆς συλλαλητηρίων. Εἶναι ἕνα αἴσθημα μειονεκτικότητας ποὺ τοὺς σπρώχνει σ’ αὐτὰ τὰ δημοκοπικὰ κινήματα, καὶ τοὺς ἀνεβάζει γιὰ μιὰ στιγμὴ στὴν ἐπιφάνεια, ὅπως οἱ μεγάλες τρικυμίες ποὺ ἀναταράζουν τοὺς γιαλοὺς καὶ ἀνεβάζουν, καὶ κάμουν νὰ ἐπιπλέουν γιὰ λίγες ὧρες στὴν ἐπιφάνεια τῶν θολωμένων νερῶν, τὶς πεπονόφλουδες καὶ τὶς στημένες λεμονόκουπες ποὺ ἀναπαύονταν στὴ λάσπη τοῦ βυθοῦ. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ τὰ παρδαλὰ κοπάδια τῶν ἀμόρφωτων, τῶν ἀποτυχεμένων, τῶν πικραμένων τῆς ζωῆς, στρατολογοῦν συνήθως οἱ προπαγαντιστὲς τοὺς θορυβώδεις καὶ ἐπικίνδυνους καταστροφεῖς, καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν ἀρλούμπικων καλλιτεχνικῶν σχολῶν, τοὺς δίχως ταλέντο ζωγράφους, μουσικούς, λογοτέχνες καὶ λοιποὺς δημοκόπους ἢ ἐπιτήδειους σαλταδόρους τῆς φήμης.
Άλλα Αποσπάσματα
Τι να είναι ο έρωτας;
Τί είναι ο έρωτας; Πείτε μας έναν ορισμό για τον έρωτα.
Η βραδιά ήταν γλυκειά, καλοκαιρινή. Στη φιλόξενη φιλική βεράντα μιας χαριτωμένης Αθηναίας με περιτριγύρισαν και απαιτούσαν να τους μιλήσω για τον έρωτα, περίμεναν να τους απαντήσω, λέει. Αλλά τους έχω ήδη απαντήσει στα βιβλία μου που έγραψα και τους απαντώ με κείνα που γράφω. Και το ζήτημα είναι τόσο μεγάλο, που θα τελειώσει η ζωή μου χωρίς να προλάβω να δώσω την απάντησή μου ως το τέλος, όπως έγινε με όλους τους άνδρες που γράψανε για τον έρωτα σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου, μέσα σ’ όλους τους αιώνες.
Γιά, να δούμε λοιπόν σαν τι είναι αγάπη;
Εγώ λέω, νά ‘ναι ένα λεπτό αγεράκι τ’ ουρανού, φυσημένο ως τη γη από τον ανθόκηπο του κλεισμένου παραδείσου. Μοσχοβολά από τα ρόδα του Θεού και κάνει τις καρδιές των ανθρώπων ν’ ανθίζουνε σαν τα λουλούδια, και να θυμούνται την κλειστή Εδέμ.
Και λέω πάλι, νά ‘ναι ένας κεραυνός, μια γαλάζια γλώσσα φωτιάς, που σκίζει το στερέωμα, γλείφει βιαστικά το σκοτάδι και περνά μπρος από τα μάτια ενός βρέφους. Το παιδί που δεν ξαίρει, κοιτάζει με τα αθώα ματάκια του αυτό το καταπληκτικό άνθος της φωτιάς, που άνοιξε τα πέταλά του και πάλι βούλιαξε μέσα στο σκοτεινό ανθογιάλι του χάους. Και χαμογελά ευτυχισμένο προς το αστροπελέκι που πέρασε πλάϊ του. Ένα χέρι απλώνει μέσα στο σκοτάδι πάνω στο χέρι σου. Ένα χέρι μικρό, ντροπαλό και χαδιάρικο. Ακουμπάει πάνω στο καρπό του χεριού σου, εκεί σταματά όπως ένα πουλί που κουρνιάζει. Νιώθεις ένα ελαφρότατο τίκ-τίκ στην επιδερμίδα σου, σαν ένα μικροσκοπικό ρολογάκι που αρχίζει να μετρά τις ώρες της ευτυχίας. Είναι κάποια μικρή αρτηρία κάτω από τη σάρκα, που χτυπά τον ρυθμό μιας καρδιάς. Ένας σφιγμός. Όμως δεν ξέρεις πια, από ποιο χέρι είναι. Ούτε από ποια καρδιά. Αυτό είναι αγάπη. Μια νύχτα χλιαρή, ένα δάσος που σουσουρίζει και αναστενάζει. Τα τριζόνια φωνάζουν αόρατα, τα κρυμμένα έντομα τρίβουν νωθρά τα έλυτρά των. Μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, γεμάτη άστρα. Σε κάθε φύλλο, σε κάθε πευκοβέλονο κρεμάστηκε και κουνιέται ένα αστράκι. Είναι ένα πελώριο ελάτι που φορτώθηκε από αστέρια σαν να άνθισε. Τόσο που μοιάζει με Χριστουγεννιάτικο δένδρο. Η αγάπη περπατά κάτω από τις φυλλωσιές, περπατά και παραμιλά. Η νύχτα μιλά με όλες τις σιγανές φωνές της, η νύχτα κοιτάζει με όλα τα μάτια της. Τότε ένα μικρό πρόσωπο γέρνει και σε κοιτάζει από πολύ κοντά. Τόσο κοντά που σ’ αγγίζουν τα μαλλιά του και η πνοή του. Δυο μάτια χαμογελούν, μια σειρά δοντάκια φέγγουν μέσα στη νύχτα. Γύρω λοιπόν απ’ αυτό το κεφάλι γυρνάει ο ουρανός με όλα τα αστέρια του και με όλη τη δόξα του. Αυτό είναι αγάπη. Απλώνεις τα χέρια σου ν’ αγκαλιάσεις αυτό το προσωπάκι, αυτό το κεφάλι και αγκαλιάζεις όλη τη γαλάζια νύχτα, όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού κι όλα τα δέντρα του δάσους. Φιλάς δυο μάτια, και νιώθεις τα πλατιά τους ματόκλαδα να πεταρίζουν πάνω στα χείλη σου σαν δυο αιχμαλωτισμένες νυχτοπεταλούδες. Και φιλάς κατάστομα τον Αποσπερίτη το πιο γλυκό απ’ όλα τ’ αστέρια και τα νυχτολούλουδα τους καλοκαιριού. Και αυτό ακόμα είναι αγάπη.[…]
Η εθνική μουσική
Ένας άνθρωπος, ένας λαός, ένα έθνος, δεν εξαφανίζεται μονάχα με τη φωτιά και με το σίδερο. Δεν εξαφανίζεται μονάχα με το χάσιμο της ζωής του. Εξαφανίζεται πιο ριζικά, πιο τελειωτικά σαν χάσει την ψυχή του. Την ατομική και την ομαδική ψυχή του.
Στο παρακάτω video παρουσιάζεται ένα ακόμα έργο του Στράτη Μυριβήλη που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο αυτό. Είναι τα "Θεοφάνεια", δακτυλόγραφο που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο Το Λογοτεχνικό Τέταρτο (1962) από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας σε 3 αντίτυπα.
επιστροφή στην κορυφή